ἐμπειρία

ἐμπειρία
ἐμ-πειρία, , Erfahrung; Kenntnis, die sich auf Erfahrung gründet, bes. im Ggstz der Theorie u. wissenschaftlichen Einsicht, z. B. von der Redekunst; auch vom Arzt, τῶν ταῖς ἐμπειρίαις ἄνευ λόγου (empirisch, nicht rationell) τὴν ἰατρικὴν μεταχειριζόντων; ἡγεμονική, des Feldherrn

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐμπειρία — ἐμπειρίᾱ , ἐμπειρία experience fem nom/voc/acc dual ἐμπειρίᾱ , ἐμπειρία experience fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμπειρία — η (AM ἐμπειρία) 1. η γνώση η οποία στηρίζεται στην πείρα (σε αντίθεση προς τη θεωρία) («έχει εμπειρία τού θέματος ή επί τού θέματος», «ἐμπειρία τών πραγμάτων») 2. η γνώση που έχει αποκτηθεί με την πείρα (σε αντίθεση προς την απειρία και την… …   Dictionary of Greek

  • ἐμπειρίᾳ — ἐμπειρίαι , ἐμπειρία experience fem nom/voc pl ἐμπειρίᾱͅ , ἐμπειρία experience fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμπειρία — η 1. γνώση που στηρίζεται στην πείρα (αντίθ. η θεωρία), η πείρα. 2. το σύνολο των γνώσεων που προέρχονται από πείρα. 3. (φιλοσ.), η αντίληψη με τις αισθήσεις, καθώς και το σύνολο των γνώσεων που προέρχονται από την αντίληψη και η διανοητική… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 'μπειρία — ἐμπειρίᾱ , ἐμπειρία experience fem nom/voc/acc dual ἐμπειρίᾱ , ἐμπειρία experience fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπειρίας — ἐμπειρίᾱς , ἐμπειρία experience fem acc pl ἐμπειρίᾱς , ἐμπειρία experience fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπειρίαι — ἐμπειρία experience fem nom/voc pl ἐμπειρίᾱͅ , ἐμπειρία experience fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπειρίαν — ἐμπειρίᾱν , ἐμπειρία experience fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπειριῶν — ἐμπειρία experience fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπειρίαις — ἐμπειρία experience fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπειρίης — ἐμπειρία experience fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”